αὐθέντη

αὐθέντη
αὐθέντης
murderer
masc voc sg
αὐθεντέω
to have full power
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
αὐθεντέω
to have full power
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
αὐθεντέω
to have full power
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αὐθέντῃ — αὐθέντης murderer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθέντηι — αὐθέντῃ , αὐθέντης murderer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυθεντικός — ή, ό (AM αὐθεντικός, ή, όν) [αυθέντης] 1. έγκυρος, γνήσιος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυθέντη, τον άρχοντα μσν. νεοελλ. 1. εξαιρετικός 2. εκείνος που ανήκει στην κρατική εξουσία, δημόσιος νεοελλ. πρωτότυπος …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • κείτομαι — και κοίτομαι (Μ κείτομαι και κείτουμαι και κείθομαι και κοίτομαι) 1. βρίσκομαι κάπου πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, κείμαι 2. είμαι νεκρός, είμαι θαμμένος νεοελλ. είμαι άρρωστος, είμαι παράλυτος («κείτεται από 30 χρονών») μσν. 1. κοιμάμαι («τὰ… …   Dictionary of Greek

  • σκεπάζω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, άω, Α 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ. β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.) 2. καλύπτω κάποιον με… …   Dictionary of Greek

  • Αγγιανή, Μαρία — Εξελληνισμένο όνομα της Μαρίας ντ’ Ανγκιέν (Maria d’ Enghien),κόρης και μοναδικής κληρονόμου του αυθέντη του Ναυπλίου και Άργους, Γουίδωνα Αγγιανού. Η Μαρία παντρεύτηκε τον Βενετό ευγενή Πέτρο Κορνάρο. Μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1388,… …   Dictionary of Greek

  • Αγγιανός Γουίδων — Εξελληνισμένο όνομα του Φράγκου Γκι ντ’ Ανγκιέν (G. d’ Enghien),αυθέντη του Άργους και του Ναυπλίου (1356 1377). Ανιψιός και κληρονόμος του δούκα της Αθήνας Γκoτιέ ντε Μπριέν και της οικογένειας ντε λα Ρος το 1371 πήρε μέρος στην επίθεση που… …   Dictionary of Greek

  • αστοί — Στον Μεσαίωνα ονομάζονταν α. (burgenses, bourgeois)αρχικά οι κάτοικοι των αστικών οικισμών (γαλλ. bourg, γερμ. burg, ιταλ. borgo), οι οποίοι συγκροτούσαν τις μεσαιωνικές πόλεις. Από την εποχή αυτή έχουν μείνει τα τοπωνύμια πολλών σύγχρονων πόλεων …   Dictionary of Greek

  • Γαλαξίδι — Κωμόπολη (1.718 κάτ.) του νομού Φωκίδος, στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού κόλπου, έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην περίοδο της ιστιοφόρου ναυτιλίας, το Γ. γνώρισε μεγάλη ακμή και ήταν πασίγνωστο για τον μεγάλο στόλο, τον πλούτο και τη ναυτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”